O μπάρμπα
–Τσάκος και ο γερο-Ρούσος συζητούν για τα εγγόνια τους, Τσάκυ και Ράσυ. Είναι
πολύ απογοητευμένοι, διότι η εκπαίδευσή τους δεν προχωράει και φοβούνται ότι το
αφεντικό της Φάρμας , τον έναν θα τον πουλήσει για β΄ διαλογής γαιδαράκο σε
τσίρκο και τον άλλο θα τον κάνει σούπα, πριν καν λαλήσει τρεις φορές, ως
επαγγελματίας πετεινός, αφού κλείσει έναν χρόνο.
Δυστυχώς
έχουν πεθάνει οι πατεράδες τους και την εκπαίδευσή τους έχουν αναλάβει οι
παππούδες τους. Όμως οι δύο νεαροί είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως και όλη την
ημέρα, εάν δεν καυγαδίζουν, θα τεμπελιάζουν σε παχείς ίσκιους και ως επί το πλείστον
οι δυο παππούδες δεν έχουν και μεγάλη όρεξη λόγω ηλικίας...
Οι
δυο γέροι αναστενάζουν, αλλά δεν γίνεται τίποτα, αφού οι δυο τεμπέληδες
συνεχίζουν τον χαβά τους.
Ώσπου μια μέρα παίρνουν την μεγάλη απόφαση: Θα
φύγουν από την Φάρμα! Πριν καν συμπληρώσουν έναν χρόνο ζωής, έχουν ήδη βαρεθεί!
-Ρε
συ, λέει ο Τσάκυ, βαρέθηκα να με φορτώνουν όλη μέρα ξύλα και μάλιστα να με
δέρνουν να πάω πιο γρήγορα, θα την κάνω μια για πάντα από ‘δω!
-Ρε
συ κολλητέ, από το στόμα μου το πήρες, είπε ο Ράσυ. Κι εγώ βαρέθηκα να ξυπνάω
στις πέντε για να λαλήσω, λες και είμαι τενόρος, θα ‘ρθω μαζί σου!
Έτσι
ο Τσάκυ και ο Ράσυ, το πιο ανομοιογενές δίδυμο στην ιστορία του πλανήτη ξυπνούν
νωρίτερα απ’ όλους και χωρίς γκαρίσματα και λαλήματα ανοίγουν την εξώπορτα της
φάρμας και ξεκινούν για την μεγάλη ζωή.
Πράγματι
στον δρόμο τους, ο ένας βοσκούσε το παχύ χορτάρι και ο άλλος έτρωγε χοντρούλικα
σκουλήκια.
-Αδέλφι,
τι ζωάρα κάνουμε; λέει ο γάιδαρος. Όπως τα λες καρντάση ανταπαντάει ο πετεινός,
έπρεπε να την κάνουμε πριν από μήνες και όχι τώρα. Τι ευκαιρίες χάσαμε…! Μ’
αυτά και μ’ αυτά και με το κουτσομπολιό να πάει σύννεφο συνέχιζαν την
απολαυστική πορεία τους. Περπατώντας όμως με τις ώρες, ξεχάστηκαν και μπήκαν
πολύ βαθιά στην ζούγκλα.
Ξαφνικά,
εκεί που περπατούσαν, βλέπουν μπροστά τους ένα λιοντάρι, τον άρχοντα της
ζούγκλας, και τα χάνουν. Ο πετεινός δίνει μία και πετάει στο πρώτο κλαδί ενός
δέντρου, ακριβώς πάνω από τον γαϊδαράκο και αρχίζει να κακαρίζει. Το λιοντάρι
ξαφνιάζεται και το βάζει στα πόδια, ως γνωστόν τα λιοντάρια φοβούνται τα
κακαρίσματα!. Στον πανικό του ο γάιδαρος σαλεύει και λέει στον εαυτό του:
-Μωρέ, με είδε το λιοντάρι και φοβήθηκε, τώρα θα του δείξω εγώ! Και αρχίζει να
καλπάζει πίσω από το λιοντάρι. Όσο ακουγόταν το λάλημα του κόκορα, τόσο έτρεχε
το λιοντάρι. Κάποια στιγμή σταματάει να ακούγεται ο πετεινός και το λιοντάρι
φρενάρει. Τότε γυρίζει και βλέπει έναν ψοφοδεή γαϊδαράκο να τρέχει ξωπίσω του.
Το γεύμα μου, σκέφτηκε, και χυμάει στον καημένο τον Τσάκυ. Δευτερόλεπτα ο Τσάκυ
πριν γίνει η μπουκιά του λιονταριού προλαβαίνει να σκεφτεί: - Μα τι βλακείες
κάνω, πότε ήμουν κυνηγός λιονταριών για να τα βάλω με ένα λιοντάρι;
Ο
πετεινός συνεχίζει να κακαρίζει, δεν μπορεί να συνέλθει και για κακή του τύχη
ένα γεράκι που πετούσε εκείνη την στιγμή από πάνω του, τον ακούει και με κάθετη
εφόρμηση αρπάζει τον Ράσυ οδηγώντας τον στην φωλιά του, για να γίνει το επίσημο
γεύμα του…
Στην
μικρή διασκευή του μύθου του Αισώπου μπορεί κανείς να κάνει δύο αναγνώσεις:
Η
μία είναι ακριβώς η κατακλείδα του ίδιου του αρχαίου παραμυθά για την
αποθράσυνση των ανθρώπων από την ταπείνωση των εχθρών τους, η οποία τους οδηγεί
στην καταστροφή από τους ίδιους τους εχθρούς τους και η άλλη ότι η έλλειψη
εκπαίδευσης και γνώσης για την λειτουργία του κόσμου έχει πάντα ολέθρια
αποτελέσματα για τους ανεκπαίδευτους σε οποιοδήποτε μετερίζι, δυστυχώς όμως και
για την κοινωνία…
Προσωπικά
προτιμώ τη δεύτερη ανάγνωση…
ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ